προσεκπονώ

προσεκπονώ
-έω, Α
εκπονώ, επεξεργάζομαι επιπροσθέτως, ολοκληρώνω (α. «τὸ προσεκπονεῑν ζητούντα τὴν ἀλήθειαν», Κλήμ.
β. «νόσον νοσῶν νεφρῑτιν, ἧς τὸ μὴ προσεκπονηθὲν λεῑμμα ποιεῑσθαι δίκαιόν ἐστι», Πλούτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”